ἐπαύρω

ἐπαύρω
ἐπαυρέω
partake of
aor ind mid 2nd sg (doric)
ἐπαυρέω
partake of
aor subj act 1st sg
ἐπαυρέω
partake of
aor subj act 1st sg
ἐπαυρέω
partake of
aor ind mid 2nd sg (homeric ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • επαυρώ — ἐπαυρῶ, έω και ἐπαυρίσκω (Α) 1. μετέχω, παίρνω μέρος, απολαμβάνω, καρπώνομαι («τῶν τινὰ βέλτερόν ἐστιν ἐπαυρέμεν», Ομ. Οδ.) 2. βρίσκω κατά καλή τύχη («εἰ κ ἐσθλοῑο κυβερνητῆρος ἐπαύρῃ», Απολλ. Ρόδ.) 3. αγγίζω, φθάνω ως («λίθου δ ἀλέασθαι… …   Dictionary of Greek

  • ἐπαυρῶ — ἐπαυρέω partake of pres subj act 1st sg (attic epic doric) ἐπαυρέω partake of pres ind act 1st sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • επαύρεσις — ἐπαύρεσις, η (Α) [επαυρώ] απόλαυση τού καρπού ενός πράγματος, ωφέλεια ή ζημία από κάτι, κάρπωση («ταχείας τὰς ἐπαυρέσεις καὶ πρὸς τὸ τερπνὸν ἠξίουν ποιεῑσθαι», Θουκ.) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”